κακκάβι'

κακκάβι'
κακκάβια , κακκάβιον
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κακκάβι — το (Μ κακκάβιον και κακκάβι Α κακκάβη και κακάβη, κάκκαβος και κάκαβος, ή, κακκάβιον και κακάβιον, τὸ) χάλκινο ή ορειχάλκινο μεγάλο σκεύος, καζάνι νεοελλ. 1. φρ. «πούλησα και το κακκάβι μου» τά πούλησα όλα, δεν μού απέμεινε τίποτε 2. παροιμ.… …   Dictionary of Greek

  • COTHURNUS — I. COTHURNUS discipulus Prodici; ex triginta tyrannis, a Lacedaemoniis, devictis Athenis, impositis. Quare ita dictus sit, vide Scholia in Aristophamnis Nubes. II. COTHURNUS in Tragoediis usitatus, calceamentum erat quadrangulum, quod utrivis… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • κάκαβος — κάκαβος, ἡ (Α) βλ. κακκάβι …   Dictionary of Greek

  • κακάβη — κακάβη, ἡ (Α) βλ. κακκάβι …   Dictionary of Greek

  • κακάβι — το βλ. κακκάβι …   Dictionary of Greek

  • κακκάβη — (I) κακκάβη, ἡ (Α) κακκάβι*. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται μάλλον για δάνεια λ. σημιτικής προελεύσεως (πιθ. ακκαδ. kukkubu), την οποία από την ελλ. δανείστηκε με τη σειρά της η λατ. (πρβλ. λατ. cacabus «χύτρα»). ΠΑΡ. αρχ. κακκάδιον. ΣΥΝΘ. μσν.… …   Dictionary of Greek

  • κακκάβιον — κακκάβιον, τὸ (AM) μσν. κακκάβι* αρχ. υποκορ. τού κακκάβη (Ι). [ΕΤΥΜΟΛ. < κακκάβη (Ι) + υποκορ. κατάλ. ιον, πρβλ. καλάθ ιον, πόδ ιον] …   Dictionary of Greek

  • κακκαβιά — η [κακκάβι] 1. το περιεχόμενο, η χωρητικότητα τού κακκαβιού, η καζανιά 2. είδος σούπας με διάφορα είδη μικρών ψαριών, με ντομάτα και κρεμύδι …   Dictionary of Greek

  • σκουντουφλώ — και σκοντουφλώ, άω, Ν προσκρούω σε εμπόδιο καθώς βαδίζω, σκοντάφτω και πέφτω (α. «σάστισε η στρίγγλα, σκουντουφλά και ρίχνει το κακκάβι χάμω», Ζερβ. β. «σκουντούφλησε κι έσπασε τα μούτρα του»). [ΕΤΥΜΟΛ. Πολλές απόψεις έχουν διατυπωθεί για την… …   Dictionary of Greek

  • Καρίγιαννης, Αθανάσιος — Αγωνιστής του 1821 από τη Μάνη. Κατά την περίοδο της Επανάστασης ήταν οπλαρχηγός και συνεργαζόταν με τον Δημήτριο Υψηλάντη, από τον οποίο πήρε εντολή να καταλάβει –επικεφαλής σώματος συμπατριωτών του– το φρούριο του Άργους. Στο φρούριο αυτό ο Κ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”